claire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
claire (fr)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
claire | claires |
claire (fr) θηλυκό
- ρηχή δεξαμενή όπου γίνεται η οστρεοκαλλιέργεια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη clair