claironnant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- claironnant < claironner < clairon
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | claironnant | claironnants |
θηλυκό | claironnante | claironnantes |
claironnant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη clair