ενεστώτας clear up
γ΄ ενικό ενεστώτα clears up
αόριστος cleared up
παθητική μετοχή cleared up
ενεργητική μετοχή clearing up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
clear up < → δείτε τις λέξεις clear και up

clear up (en)

  • ξεκαθαρίζω, διαφωτίζω, λύνω ή εξηγώ κάτι
    ⮡  I clear up a problem/an ambiguity.
    Ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα/μια ασάφεια.
    ⮡  He cleared up the mystery.
    Διαφώτισε το μυστήριο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη clarify