Ετυμολογία

επεξεργασία

διαφωτίζω (παθητική φωνή: διαφωτίζομαι)

  1. ενημερώνω κάποιον για κάποιο θέμα που δεν γνωρίζει καλά
  2. (ειρωνικό) παραπληροφορώ κάποιον ή δεν του προσφέρω επαρκείς εξηγήσεις ή γνώσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία