διαφωτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαφωτίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος διαφωτίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαφωτίζομαι | διαφωτιζόμουν(α) | θα διαφωτίζομαι | να διαφωτίζομαι | ||
β' ενικ. | διαφωτίζεσαι | διαφωτιζόσουν(α) | θα διαφωτίζεσαι | να διαφωτίζεσαι | (διαφωτίζου) | |
γ' ενικ. | διαφωτίζεται | διαφωτιζόταν(ε) | θα διαφωτίζεται | να διαφωτίζεται | ||
α' πληθ. | διαφωτιζόμαστε | διαφωτιζόμαστε διαφωτιζόμασταν |
θα διαφωτιζόμαστε | να διαφωτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | διαφωτίζεστε | διαφωτιζόσαστε διαφωτιζόσασταν |
θα διαφωτίζεστε | να διαφωτίζεστε | (διαφωτίζεστε) | |
γ' πληθ. | διαφωτίζονται | διαφωτίζονταν διαφωτιζόντουσαν |
θα διαφωτίζονται | να διαφωτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαφωτίστηκα | θα διαφωτιστώ | να διαφωτιστώ | διαφωτιστεί | ||
β' ενικ. | διαφωτίστηκες | θα διαφωτιστείς | να διαφωτιστείς | διαφωτίσου | ||
γ' ενικ. | διαφωτίστηκε | θα διαφωτιστεί | να διαφωτιστεί | |||
α' πληθ. | διαφωτιστήκαμε | θα διαφωτιστούμε | να διαφωτιστούμε | |||
β' πληθ. | διαφωτιστήκατε | θα διαφωτιστείτε | να διαφωτιστείτε | διαφωτιστείτε | ||
γ' πληθ. | διαφωτίστηκαν διαφωτιστήκαν(ε) |
θα διαφωτιστούν(ε) | να διαφωτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαφωτιστεί | είχα διαφωτιστεί | θα έχω διαφωτιστεί | να έχω διαφωτιστεί | διαφωτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαφωτιστεί | είχες διαφωτιστεί | θα έχεις διαφωτιστεί | να έχεις διαφωτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαφωτιστεί | είχε διαφωτιστεί | θα έχει διαφωτιστεί | να έχει διαφωτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαφωτιστεί | είχαμε διαφωτιστεί | θα έχουμε διαφωτιστεί | να έχουμε διαφωτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαφωτιστεί | είχατε διαφωτιστεί | θα έχετε διαφωτιστεί | να έχετε διαφωτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαφωτιστεί | είχαν διαφωτιστεί | θα έχουν διαφωτιστεί | να έχουν διαφωτιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαφωτίζομαι
|