Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαφωτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαφωτισμέν
ος
η
διαφωτισμέν
η
το
διαφωτισμέν
ο
γενική
του
διαφωτισμέν
ου
της
διαφωτισμέν
ης
του
διαφωτισμέν
ου
αιτιατική
τον
διαφωτισμέν
ο
τη
διαφωτισμέν
η
το
διαφωτισμέν
ο
κλητική
διαφωτισμέν
ε
διαφωτισμέν
η
διαφωτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαφωτισμέν
οι
οι
διαφωτισμέν
ες
τα
διαφωτισμέν
α
γενική
των
διαφωτισμέν
ων
των
διαφωτισμέν
ων
των
διαφωτισμέν
ων
αιτιατική
τους
διαφωτισμέν
ους
τις
διαφωτισμέν
ες
τα
διαφωτισμέν
α
κλητική
διαφωτισμέν
οι
διαφωτισμέν
ες
διαφωτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διαφωτισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαφωτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφωτισμένος
γαλλικά
:
éclairé
(fr)