Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφωτιστικός η διαφωτιστική το διαφωτιστικό
      γενική του διαφωτιστικού της διαφωτιστικής του διαφωτιστικού
    αιτιατική τον διαφωτιστικό τη διαφωτιστική το διαφωτιστικό
     κλητική διαφωτιστικέ διαφωτιστική διαφωτιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφωτιστικοί οι διαφωτιστικές τα διαφωτιστικά
      γενική των διαφωτιστικών των διαφωτιστικών των διαφωτιστικών
    αιτιατική τους διαφωτιστικούς τις διαφωτιστικές τα διαφωτιστικά
     κλητική διαφωτιστικοί διαφωτιστικές διαφωτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφωτιστικός < διαφωτιστής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διαφωτιστικός

  • που συμβάλλει στη διαφώτιση, σχετίζεται μ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία