διαφωτιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφωτιστικός < διαφωτιστής + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαφωτιστικός
- που συμβάλλει στη διαφώτιση, σχετίζεται μ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- διαφωτιστικά
- → δείτε τις λέξεις διαφωτίζω, φωτίζω και φως
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαφωτιστικός