éclairant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclairant | éclairants |
θηλυκό | éclairante | éclairantes |
éclairant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éclairant | éclairants |
θηλυκό | éclairante | éclairantes |
éclairant (fr)