Διαφωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Διαφωτισμός < διαφωτίζω + -μός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Aufklärung
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Διαφωτισμός αρσενικό
- (ιστορία) πνευματικό, κοινωνικό, πολιτικό και φιλοσοφικό κίνημα στα τέλη του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου, που πρέσβευε τον ορθολογισμό, την πίστη στην πρόοδο, την ελευθερία, την ανεξιθρησκία κ.ά.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διαφωτίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Διαφωτισμός