Aufklärung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Aufklärung | die | Aufklärungen |
γενική | der | Aufklärung | der | Aufklärungen |
δοτική | der | Aufklärung | den | Aufklärungen |
αιτιατική | die | Aufklärung | die | Aufklärungen |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈaʊfklɛːʀʊŋ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαAufklärung (de) θηλυκό