Δείτε επίσης: αρνησιθρησκία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανεξιθρησκία οι ανεξιθρησκίες
      γενική της ανεξιθρησκίας των ανεξιθρησκιών
    αιτιατική την ανεξιθρησκία τις ανεξιθρησκίες
     κλητική ανεξιθρησκία ανεξιθρησκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανεξιθρησκία θηλυκό

  1. η στάση ανοχής απέναντι στις ξένες θρησκείες
  2. η συνταγματική ή νομική αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής πίστης και ο σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης του ατόμου.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία