Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαφώτιστος η αδιαφώτιστη το αδιαφώτιστο
      γενική του αδιαφώτιστου της αδιαφώτιστης του αδιαφώτιστου
    αιτιατική τον αδιαφώτιστο την αδιαφώτιστη το αδιαφώτιστο
     κλητική αδιαφώτιστε αδιαφώτιστη αδιαφώτιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαφώτιστοι οι αδιαφώτιστες τα αδιαφώτιστα
      γενική των αδιαφώτιστων των αδιαφώτιστων των αδιαφώτιστων
    αιτιατική τους αδιαφώτιστους τις αδιαφώτιστες τα αδιαφώτιστα
     κλητική αδιαφώτιστοι αδιαφώτιστες αδιαφώτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαφώτιστος < α- στερητικό + διαφωτίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδιαφώτιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει διαφωτιστεί, που δεν έχει δεχτεί διαφώτιση ή ενημέρωση
     συνώνυμα: απληροφόρητος, ανενημέρωτος
     αντώνυμα: διαφωτισμένος, πληροφορημένος, ενημερωμένος, ενήμερος
  2. αδιευκρίνιστος, ασαφής, σκοτεινός
     αντώνυμα: διευκρινισμένος, σαφής, φανερός

  Μεταφράσεις επεξεργασία