απληροφόρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απληροφόρητος < (ελληνιστική κοινή) ἀπληροφόρητος
Επίθετο
επεξεργασία
απληροφόρητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν πληροφορήσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απληροφορησία
- απληροφόρητα
- → δείτε τις λέξεις πληροφορώ, πλήρης και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απληροφόρητος