enlighten
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | enlighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enlightens |
αόριστος | enlightened |
παθητική μετοχή | enlightened |
ενεργητική μετοχή | enlightening |
Ρήμα
επεξεργασίαenlighten (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- enlighten - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 233, 956. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαφωτίζω, φωτίζω