ενεστώτας enlighten
γ΄ ενικό ενεστώτα enlightens
αόριστος enlightened
παθητική μετοχή enlightened
ενεργητική μετοχή enlightening

enlighten (en)

  • φωτίζω, διαφωτίζω, επεξηγώ, δίνω σε κάποιον πληροφορίες για να καταλάβει κάτι καλύτερα
    ⮡  Can you enlighten me on this issue?
    Μπορείτε να με φωτίσετε/διαφωτίσετε σ' αυτό το θέμα;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη clarify

Συγγενικά

επεξεργασία