enlightened
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | enlightened |
συγκριτικός | more enlightened |
υπερθετικός | most enlightened |
enlightened (en)
- φωτισμένος, ανοιχτόμυαλος
- ⮡ an enlightened teacher/mind - ένας φωτισμένος δάσκαλος/νους
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαenlightened (en)
Πηγές
επεξεργασία- enlightened - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 956. ISBN 9780194325684., λήμμα: φωτίζω