ανοιχτόμυαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.niˈxto.mɲa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νοι‐χτό‐μυα‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαανοιχτόμυαλος, -η, -ο
- που είναι ικανός να δεχτεί απόψεις που είναι αντίθετες από αυτά που πιστεύει, που έχει ευρύτητα σκέψης