ανοιχτόμυαλων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανοιχτόμυαλων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ανοιχτόμυαλος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ανοιχτόμυαλος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ανοιχτόμυαλος