Ετυμολογία

επεξεργασία
esprit < λατινική spiritus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
esprit esprits

esprit (fr) αρσενικό

  1. το πνεύμα
  2. το αερικό