Επίθετο

επεξεργασία

enlightening (en)

  • διαφωτιστικός, επεξηγηματικός
    ⮡  a very enlightening text/article - ένα διαφωτιστικότατο κείμενο/άρθρο
    ⮡  What he told us was very enlightening.
    Ήταν πολύ διαφωτιστικά όσα μας είπε.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

enlightening (en)