επεξηγηματικός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επεξηγηματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπεξηγηματικός < (ἐπεξήγημα), ἐπεξηγηματ- + -ικός < ἐπί + ἐξήγημα
Επίθετο Επεξεργασία
επεξηγηματικός, -ή, -ό
- που επεξηγεί, που ξεκαθαρίζει, διευκρινίζει
Συνώνυμα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
επεξηγηματικός