shining
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | shining |
συγκριτικός | more shining |
υπερθετικός | most shining |
shining (en)
- λαμπρός, φωτεινός, που εκπέμπει φως
- φωτεινός, που ξεχωρίζει θετικά ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα ή καταστάσεις
- ⮡ a shining example - φωτεινό παράδειγμα
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαshining (en)