Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gleam gleams

gleam (en) (συνήθως ενικός)

  1. η λάμψη, ένα χλωμό καθαρό φως, που συχνά αντανακλάται από κάτι
    ⮡  the gleam of the moon on the snow/water - η λάμψη του φεγγαριού πάνω στο χιόνι/στο νερό
  2. η λάμψη, μια έκφραση ενός συγκεκριμένου συναισθήματος που φαίνεται στα μάτια κάποιου
    ⮡  She had a dangerous gleam in her eyes.
    Είχα μια επικίνδυνη λάμψη στα μάτια της.
ενεστώτας gleam
γ΄ ενικό ενεστώτα gleams
αόριστος gleamed
παθητική μετοχή gleamed
ενεργητική μετοχή gleaming

gleam (en)

  1. (αμετάβατο) λάμπω με ένα χλομό καθαρό φως
    ⮡  The cats eyes gleamed in the dark.
    Τα μάτια της γάτας έλαμπαν στο σκοτάδι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shine
  2. (αμετάβατο) λάμπω, για μάτια που δείχνουν κάποιο συναίσθημα
    ⮡  Her eyes gleamed with happiness.
    Τα μάτια της λάμπουν από ευτυχία.