Ουσιαστικό

επεξεργασία

glow (en) (μόνο ενικός)

  1. η λάμψη, η ανταύγεια, η ένα σταθερό φως που δεν είναι πολύ φωτεινό, όπως το φως από μια φωτιά που έχει σταματήσει να παράγει φλόγες
    the glow of the melting metal - η λάμψη του μετάλλου που λιώνει
    the glow of the embers - η λάμψη της χόβολης
    We could see a glow on the horizon.
    Βλέπαμε στον ορίζοντα μια ανταύγεια.
  2. η λάμψη, το ροζ χρώμα στο πρόσωπό κάποιου όταν κάνει γυμναστική ή νιώθει χαρούμενος και ενθουσιασμένος
    their cheeks with a healthy glow to them - τα μάγουλα τους με τη λάμψη της υγείας πάνω τους
  3. η φλόγα, ένα χρυσό ή κόκκινο χρώμα
    the glow of the setting sun - οι φλόγες της δύσης
  4. η φλόγα, ξαναμμένος, ένα αίσθημα ευχαρίστησης
    the glow of youth/enthusiasm - η φλόγα της νιότης/τον ενθουσιασμού
    He was in a glow after a hot bath.
    Ήταν ξαναμμένος ύστερα από ένα ζεστό μπάνιο.
ενεστώτας glow
γ΄ ενικό ενεστώτα glows
αόριστος glowed
παθητική μετοχή glowed
ενεργητική μετοχή glowing

glow (en)

  1. (αμετάβατο) πυρακτούμαι, ανάβω, για κάτι καυτό που παράγει σταθερό φως που δεν είναι πολύ έντονο
    glowing metal - πυρακτωμένο μέταλλο
    The iron is glowing.
    Το σίδερο άναψε.
  2. (αμετάβατο) ανάβω, κοκκινίζω, για το σώμα ή το πρόσωπο ενός ατόμου, φαίνομαι ή νιώθω ζεστός ή ροζ, ειδικά μετά την γυμναστική ή επειδή είμαι ενθουσιασμένος, ντροπιασμένος κτλ.
    His face was glowing with indignation.
    Το πρόσωπο του άναψε/κοκκίνισε από αγανάκτηση.
  3. (αμετάβατο) λάμπω, φαίνομαι πολύ ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος
    Their faces glowed with enthusiasm/pride/health.
    Τα πρόσωπά τους λάμπανε από ενθουσιασμό/περηφάνεια/υγεία.
  4. (αμετάβατο) ανάβω, που εμφανίζεται με έντονο, ζεστό χρώμα
    The sky glowed with the setting sun.
    Ο ουρανός άναψε από τον ήλιο που έδυε.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη shine