ενεστώτας radiate
γ΄ ενικό ενεστώτα radiates
αόριστος radiated
παθητική μετοχή radiated
ενεργητική μετοχή radiating

radiate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακτινοβολώ, Δείχνω μια ιδιαίτερη ιδιότητα ή συναίσθημα που φαίνεται πολύ καθαρά
    ⮡  Her face was radiating joy/with joy.
    Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε ευτυχία/από ευτυχία.
    ⮡  She was radiating youth/beauty/health.
    Ακτινοβολούσε από νιάτα/ομορφιά/υγεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη shine
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ακτινοβολώ, εκπέμπω θερμότητα, φως ή ενέργεια κτλ.
    ⮡  the heat that radiates from the sun - η θερμότητα που ακτινοβολείται/εκπέμπεται από τον ήλιο
    ⮡  the radiating heat/energy
    η ακτινοβολούμενη θερμότητα/ενέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη radius