radiate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | radiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | radiates |
αόριστος | radiated |
παθητική μετοχή | radiated |
ενεργητική μετοχή | radiating |
Ρήμα
επεξεργασίαradiate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακτινοβολώ, Δείχνω μια ιδιαίτερη ιδιότητα ή συναίσθημα που φαίνεται πολύ καθαρά
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ακτινοβολώ, εκπέμπω θερμότητα, φως ή ενέργεια κτλ.
- ↪ the heat that radiates from the sun - η θερμότητα που ακτινοβολείται/εκπέμπεται από τον ήλιο
- ↪ the radiating heat/energy
- η ακτινοβολούμενη θερμότητα/ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη radius
Πηγές
επεξεργασία- radiate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 28, 271. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακτινοβολώ, εκπέμπω