Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
glimpse glimpses

glimpse (en)

ενεστώτας glimpse
γ΄ ενικό ενεστώτα glimpses
αόριστος glimpsed
παθητική μετοχή glimpsed
ενεργητική μετοχή glimpsing

glimpse (en)

  • ρίχνω κάτι με μια γρήγορη ματιά, κοιτάζω κάποιον ή κάτι για μια στιγμή, αλλά όχι πολύ καθαρά
    I glimpse at a letter.
    Ρίχνω μια γρήγορη ματιά σ' ένα γράμμα.
     συνώνυμα: glance