Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλεφτός η κλεφτή το κλεφτό
      γενική του κλεφτού της κλεφτής του κλεφτού
    αιτιατική τον κλεφτό την κλεφτή το κλεφτό
     κλητική κλεφτέ κλεφτή κλεφτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλεφτοί οι κλεφτές τα κλεφτά
      γενική των κλεφτών των κλεφτών των κλεφτών
    αιτιατική τους κλεφτούς τις κλεφτές τα κλεφτά
     κλητική κλεφτοί κλεφτές κλεφτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλεφτός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλεφτός < θέμα κλεπ- (κλέβω) με ανομοίωση [pt] > [ft] + -τός.[1] Δείτε και το αρχαίο κλέπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kleˈfto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλε‐φτός

  Επίθετο επεξεργασία

κλεφτός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κλέφτης και κλέβω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία