Ετυμολογία

επεξεργασία
κλέπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλέπτω ως δεύτερο συνθετικό -κλέπτω

κλέπτω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  'κλέπτω   κλέπτομαι 
Παρατατικός  ἐκλεπτον   ἐκλεπτόμην 
Μέλλοντας  κλέψω   κλέψομαιενεργ.σημασία & κλεφθήσομαι 
Αόριστος  ἔκλεψα    _ & ἐκλέφθην, β: ἐκλάπην 
Παρακείμενος  κέκλοφα   κέκλεμμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

επεξεργασία

κλέπτω

  1. κλέβω και ληστεύω
  2. (+ γενική και αιτιατική) κρύβω κάτι από κάποιον

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα με κλοπ-

θέμα με κλωψ-

θέμα με κλεψ-

κλέψ

θέμα με κλεπ-

θέμα με κλεπτ-