Ετυμολογία

επεξεργασία
υποκλέπτω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποκλέπτω[1] (αρχαία ελληνική ὑποκλέπτομαι) < ὑπό + κλέπτω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.poˈkle.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐κλέ‐πτω

υποκλέπτω (παθητική φωνή: υποκλέπτομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία