υποκλέπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυποκλέπτομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υποκλέπτω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποκλέπτομαι | υποκλεπτόμουν(α) | θα υποκλέπτομαι | να υποκλέπτομαι | ||
β' ενικ. | υποκλέπτεσαι | υποκλεπτόσουν(α) | θα υποκλέπτεσαι | να υποκλέπτεσαι | υποκλέπτου | |
γ' ενικ. | υποκλέπτεται | υποκλεπτόταν(ε) | θα υποκλέπτεται | να υποκλέπτεται | ||
α' πληθ. | υποκλεπτόμαστε | υποκλεπτόμαστε υποκλεπτόμασταν |
θα υποκλεπτόμαστε | να υποκλεπτόμαστε | ||
β' πληθ. | υποκλέπτεστε | υποκλεπτόσαστε υποκλεπτόσασταν |
θα υποκλέπτεστε | να υποκλέπτεστε | υποκλέπτεστε | |
γ' πληθ. | υποκλέπτονται | υποκλέπτονταν υποκλεπτόντουσαν |
θα υποκλέπτονται | να υποκλέπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποκλάπηκα | θα υποκλαπώ | να υποκλαπώ | υποκλαπεί | ||
β' ενικ. | υποκλάπηκες | θα υποκλαπείς | να υποκλαπείς | υποκλέψου | ||
γ' ενικ. | υποκλάπηκε | θα υποκλαπεί | να υποκλαπεί | |||
α' πληθ. | υποκλαπήκαμε | θα υποκλαπούμε | να υποκλαπούμε | |||
β' πληθ. | υποκλαπήκατε | θα υποκλαπείτε | να υποκλαπείτε | υποκλαπείτε | ||
γ' πληθ. | υποκλάπηκαν υποκλαπήκαν(ε) |
θα υποκλαπούν(ε) | να υποκλαπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποκλαπεί | είχα υποκλαπεί | θα έχω υποκλαπεί | να έχω υποκλαπεί | ||
β' ενικ. | έχεις υποκλαπεί | είχες υποκλαπεί | θα έχεις υποκλαπεί | να έχεις υποκλαπεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποκλαπεί | είχε υποκλαπεί | θα έχει υποκλαπεί | να έχει υποκλαπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποκλαπεί | είχαμε υποκλαπεί | θα έχουμε υποκλαπεί | να έχουμε υποκλαπεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποκλαπεί | είχατε υποκλαπεί | θα έχετε υποκλαπεί | να έχετε υποκλαπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποκλαπεί | είχαν υποκλαπεί | θα έχουν υποκλαπεί | να έχουν υποκλαπεί |
- απαντούν και οι τύποι: υπεκλάπη, υπεκλάπησαν
Μεταφράσεις
επεξεργασία υποκλέπτομαι
|