υφαρπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υφαρπάζω < αρχαία ελληνική ὑφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
- Συγχρονικά υφ- (υπο-) + αρπάζω.
Ρήμα
επεξεργασίαυφαρπάζω, αόρ.: υφάρπαξα/υφήρπασα, παθ.φωνή: υφαρπάζομαι, π.αόρ.: υφαρπάχθηκα, μτχ.π.π.: υφαρπαγμένος
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΚαι λόγιος αόριστος: υφήρπασα
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υφαρπάζω | υφάρπαζα | θα υφαρπάζω | να υφαρπάζω | υφαρπάζοντας | |
β' ενικ. | υφαρπάζεις | υφάρπαζες | θα υφαρπάζεις | να υφαρπάζεις | υφάρπαζε | |
γ' ενικ. | υφαρπάζει | υφάρπαζε | θα υφαρπάζει | να υφαρπάζει | ||
α' πληθ. | υφαρπάζουμε | υφαρπάζαμε | θα υφαρπάζουμε | να υφαρπάζουμε | ||
β' πληθ. | υφαρπάζετε | υφαρπάζατε | θα υφαρπάζετε | να υφαρπάζετε | υφαρπάζετε | |
γ' πληθ. | υφαρπάζουν(ε) | υφάρπαζαν υφαρπάζαν(ε) |
θα υφαρπάζουν(ε) | να υφαρπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υφάρπαξα | θα υφαρπάξω | να υφαρπάξω | υφαρπάξει | ||
β' ενικ. | υφάρπαξες | θα υφαρπάξεις | να υφαρπάξεις | υφάρπαξε | ||
γ' ενικ. | υφάρπαξε | θα υφαρπάξει | να υφαρπάξει | |||
α' πληθ. | υφαρπάξαμε | θα υφαρπάξουμε | να υφαρπάξουμε | |||
β' πληθ. | υφαρπάξατε | θα υφαρπάξετε | να υφαρπάξετε | υφαρπάξτε | ||
γ' πληθ. | υφάρπαξαν υφαρπάξαν(ε) |
θα υφαρπάξουν(ε) | να υφαρπάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υφαρπάξει | είχα υφαρπάξει | θα έχω υφαρπάξει | να έχω υφαρπάξει | ||
β' ενικ. | έχεις υφαρπάξει | είχες υφαρπάξει | θα έχεις υφαρπάξει | να έχεις υφαρπάξει | ||
γ' ενικ. | έχει υφαρπάξει | είχε υφαρπάξει | θα έχει υφαρπάξει | να έχει υφαρπάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υφαρπάξει | είχαμε υφαρπάξει | θα έχουμε υφαρπάξει | να έχουμε υφαρπάξει | ||
β' πληθ. | έχετε υφαρπάξει | είχατε υφαρπάξει | θα έχετε υφαρπάξει | να έχετε υφαρπάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν υφαρπάξει | είχαν υφαρπάξει | θα έχουν υφαρπάξει | να έχουν υφαρπάξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υφαρπάζομαι | υφαρπαζόμουν(α) | θα υφαρπάζομαι | να υφαρπάζομαι | ||
β' ενικ. | υφαρπάζεσαι | υφαρπαζόσουν(α) | θα υφαρπάζεσαι | να υφαρπάζεσαι | (υφαρπάζου) | |
γ' ενικ. | υφαρπάζεται | υφαρπαζόταν(ε) | θα υφαρπάζεται | να υφαρπάζεται | ||
α' πληθ. | υφαρπαζόμαστε | υφαρπαζόμαστε υφαρπαζόμασταν |
θα υφαρπαζόμαστε | να υφαρπαζόμαστε | ||
β' πληθ. | υφαρπάζεστε | υφαρπαζόσαστε υφαρπαζόσασταν |
θα υφαρπάζεστε | να υφαρπάζεστε | (υφαρπάζεστε) | |
γ' πληθ. | υφαρπάζονται | υφαρπάζονταν υφαρπαζόντουσαν |
θα υφαρπάζονται | να υφαρπάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υφαρπάχτηκα | θα υφαρπαχτώ | να υφαρπαχτώ | υφαρπαχτεί | ||
β' ενικ. | υφαρπάχτηκες | θα υφαρπαχτείς | να υφαρπαχτείς | υφαρπάσου | ||
γ' ενικ. | υφαρπάχτηκε | θα υφαρπαχτεί | να υφαρπαχτεί | |||
α' πληθ. | υφαρπαχτήκαμε | θα υφαρπαχτούμε | να υφαρπαχτούμε | |||
β' πληθ. | υφαρπαχτήκατε | θα υφαρπαχτείτε | να υφαρπαχτείτε | υφαρπαχτείτε | ||
γ' πληθ. | υφαρπάχτηκαν υφαρπαχτήκαν(ε) |
θα υφαρπαχτούν(ε) | να υφαρπαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υφαρπαχτεί | είχα υφαρπαχτεί | θα έχω υφαρπαχτεί | να έχω υφαρπαχτεί | υφαρπαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις υφαρπαχτεί | είχες υφαρπαχτεί | θα έχεις υφαρπαχτεί | να έχεις υφαρπαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υφαρπαχτεί | είχε υφαρπαχτεί | θα έχει υφαρπαχτεί | να έχει υφαρπαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υφαρπαχτεί | είχαμε υφαρπαχτεί | θα έχουμε υφαρπαχτεί | να έχουμε υφαρπαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υφαρπαχτεί | είχατε υφαρπαχτεί | θα έχετε υφαρπαχτεί | να έχετε υφαρπαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υφαρπαχτεί | είχαν υφαρπαχτεί | θα έχουν υφαρπαχτεί | να έχουν υφαρπαχτεί |