υφαρπαγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υφαρπαγή | οι | υφαρπαγές |
γενική | της | υφαρπαγής | των | υφαρπαγών |
αιτιατική | την | υφαρπαγή | τις | υφαρπαγές |
κλητική | υφαρπαγή | υφαρπαγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υφαρπαγή < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υφαρπαγή θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υφαρπαγή