Ετυμολογία

επεξεργασία
monitor < λατινική monitor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɒnɨtə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
monitor monitors

monitor (en)

ενεστώτας monitor
γ΄ ενικό ενεστώτα monitors
αόριστος monitored
παθητική μετοχή monitored
ενεργητική μετοχή monitoring

monitor (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

monitor (la) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

monitor (ro) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

monitor (cs) αρσενικό