monitor
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monitor | monitors |
monitor (en)
- η οθόνη
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | monitor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | monitors |
αόριστος | monitored |
παθητική μετοχή | monitored |
ενεργητική μετοχή | monitoring |
monitor (en)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
monitor (la) αρσενικό
- ο επόπτης
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
monitor (ro) αρσενικό
- ο επόπτης
Κλίση επεξεργασία
κλίση του monitor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un monitor | monitorul | nişte monitori | monitorii |
γενική | a unui monitor | monitorului | a unor monitori | monitorilor |
δοτική | unui monitor | monitorului | unor monitori | monitorilor |
αιτιατική | un monitor | monitorul | nişte monitori | monitorii |
κλητική | — | - | — | - |
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
monitor (cs) αρσενικό
- ο επόπτης