ενεστώτας intrude
γ΄ ενικό ενεστώτα intrudes
αόριστος intruded
παθητική μετοχή intruded
ενεργητική μετοχή intruding

intrude (en) (επίσημο)

  1. παρεμβαίνω
  2. εισχωρώ
  3. (αμετάβατο) επιβάλλω, ενοχλώ με την παρουσία μου
    ⮡  You should not intrude on others.
    Δεν πρέπει να επιβάλλεις την παρουσία σου στους άλλους.
    ⮡  I hope that I am not intruding.
    Ελπίζω να μη σας ενοχλώ με την παρουσία μου.

Συγγενικά

επεξεργασία