overhear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | overhear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overhears |
αόριστος | overheard |
παθητική μετοχή | overheard |
ενεργητική μετοχή | overhearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαoverhear (en)
- ακούω τυχαία
ενεστώτας | overhear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overhears |
αόριστος | overheard |
παθητική μετοχή | overheard |
ενεργητική μετοχή | overhearing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
overhear (en)