ληΐζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ληΐζομαι | |
Παρατατικός | ἐληϊζόμην | |
Μέλλοντας | ληΐσσομαι (επικός τύπος ) | |
Αόριστος | ἐληϊσάμην | |
Παρακείμενος | λέλῃσμαι (παθητική σημασία) | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ληΐζομαι < ληΐη (ιωνικός τύπος του λεία) + -ίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαληΐζομαι (επικός τύπος και ιωνικός τύπος , αποθετικό ρήμα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ληΐζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ληΐζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.