peek
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
peek | peeks |
peek (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | peek |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peeks |
αόριστος | peeked |
παθητική μετοχή | peeked |
ενεργητική μετοχή | peeking |
peek (en)
- (αμετάβατο) κρυφοκοιτάζω, κοιτάζω κάτι κρυφά, κοιτάζω κάτι γρήγορα και κρυφά γιατί δεν πρέπει να το κοιτάω
- ⮡ On his way out, he peeked into the kitchen.
- Βγαίνοντας κρυφοκοίταξε στην κουζίνα.
- ⮡ I peek at someone through a keyhole/from behind a curtain.
- Κρυφοκοιτάζω κάποιον από μια κλειδαρότρυπα/πίσω από μια κουρτίνα.
- ⮡ He peeked through the keyhole.
- Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peep
- ⮡ On his way out, he peeked into the kitchen.
- (αμετάβατο) σκάω μύτη, που μόλις μπορεί να φανεί
Πηγές
επεξεργασία- peek (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- peek (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458, 482-483, 529, 791-792. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω, κρυφοκοιτάζω, ματιά, σκάζω