Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
peek peeks

peek (en)

ενεστώτας peek
γ΄ ενικό ενεστώτα peeks
αόριστος peeked
παθητική μετοχή peeked
ενεργητική μετοχή peeking

peek (en)

  1. (αμετάβατο) κρυφοκοιτάζω, κοιτάζω κάτι κρυφά, κοιτάζω κάτι γρήγορα και κρυφά γιατί δεν πρέπει να το κοιτάω
    ⮡  On his way out, he peeked into the kitchen.
    Βγαίνοντας κρυφοκοίταξε στην κουζίνα.
    ⮡  I peek at someone through a keyhole/from behind a curtain.
    Κρυφοκοιτάζω κάποιον από μια κλειδαρότρυπα/πίσω από μια κουρτίνα.
    ⮡  He peeked through the keyhole.
    Κοίταξε από την κλειδαρότρυπα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peep
  2. (αμετάβατο) σκάω μύτη, που μόλις μπορεί να φανεί
    ⮡  When he peeked from behind the curtains…
    Όταν έσκασε μύτη πίσω από τις κουρτίνες…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη peep