Ετυμολογία

επεξεργασία
κρυφοκοιτάζω < κρυφο- + κοιτάζω

κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία