Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυφοκοιτάζω < κρυφο- + κοιτάζω

  Ρήμα επεξεργασία

κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτάω, κρυφοκοιτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία