Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρυφοκοίταγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κρυφοκοίταγμα
τα
κρυφοκοιτάγμα
τ
α
γενική
του
κρυφοκοιτάγμα
τ
ος
των
κρυφοκοιταγμά
τ
ων
αιτιατική
το
κρυφοκοίταγμα
τα
κρυφοκοιτάγμα
τ
α
κλητική
κρυφοκοίταγμα
κρυφοκοιτάγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρυφοκοίταγμα
<
κρυφοκοιτάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κρυφοκοίταγμα
ουδέτερο
βλέμμα
προς κάποιον ή κάτι που δεν το προσέχουν οι άλλοι
Συγγενικά
επεξεργασία
κρυφοκοιτάζομαι
κρυφοκοιτάζω