ατιμασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατιμασμός < (ελληνιστική κοινή) ἀτιμασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατιμασμός ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ατιμάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατιμασμός
|
Δείτε επίσης : ἀτιμασμός |
ατιμασμός ουδέτερο
|