Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ντροπιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ντροπιαστικ
ός
η
ντροπιαστικ
ή
το
ντροπιαστικ
ό
γενική
του
ντροπιαστικ
ού
της
ντροπιαστικ
ής
του
ντροπιαστικ
ού
αιτιατική
τον
ντροπιαστικ
ό
την
ντροπιαστικ
ή
το
ντροπιαστικ
ό
κλητική
ντροπιαστικ
έ
ντροπιαστικ
ή
ντροπιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ντροπιαστικ
οί
οι
ντροπιαστικ
ές
τα
ντροπιαστικ
ά
γενική
των
ντροπιαστικ
ών
των
ντροπιαστικ
ών
των
ντροπιαστικ
ών
αιτιατική
τους
ντροπιαστικ
ούς
τις
ντροπιαστικ
ές
τα
ντροπιαστικ
ά
κλητική
ντροπιαστικ
οί
ντροπιαστικ
ές
ντροπιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ντροπιαστικός
<
ντροπιάζω
Επίθετο
επεξεργασία
ντροπιαστικός, -ή, -ό
που
ντροπιάζει
, που προκαλεί
ντροπή
Συγγενικά
επεξεργασία
ντροπιαστικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ντροπιαστικός
αγγλικά
:
embarrassing
(en)
γαλλικά
:
embarrassant
(fr)
,
gênant
(fr)
γερμανικά
:
peinlich
(de)