embarrassing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | embarrassing |
συγκριτικός | more embarrassing |
υπερθετικός | most embarrassing |
Επίθετο
επεξεργασίαembarrassing (en)
- εξευτελιστικός
- ⮡ an embarrassing defeat - μια εξευτελιστική ήττα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη humiliating
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαembarrassing (en)