επονείδιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επονείδιστος < αρχαία ελληνική ἐπονείδιστος < ὄνειδος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃neid- (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.poˈni.ði.stos/
Επίθετο επεξεργασία
επονείδιστος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη όνειδος