filthy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | filthy |
συγκριτικός | filthier |
υπερθετικός | filthiest |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
filthy (en)
- βρόμικος
- αισχρός, άσεμνος
- (ανεπίσημο) πολύ άσχημος, που δείχνει θυμό
- ↪ I am in a filthy mood.
- Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
- ↪ I am in a filthy mood.