Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός filthy
συγκριτικός filthier
υπερθετικός filthiest

  Ετυμολογία επεξεργασία

filthy < filth + -y

  Επίθετο επεξεργασία

filthy (en)

  1. βρόμικος
    a filthy home/piece of clothing/shirt - βρόμικο σπίτι/ρούχο/πουκάμισο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unclean
  2. αισχρός, άσεμνος
    filthy words/innuendos - αισχρά λόγια/υπονοούμενα
    filthy jokes - άσεμνα αστεία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  3. (ανεπίσημο) πολύ άσχημος, που δείχνει θυμό
    I am in a filthy mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.

  Πηγές επεξεργασία