παραθετικά
θετικός naughty
συγκριτικός naughtier
υπερθετικός naughtiest

  Επίθετο

επεξεργασία

naughty (en)

  1. άτακτος, ως προς τη συμπεριφορά
    ⮡  a naughty child - άτακτο παιδί
     συνώνυμα:  bad και disobedient
  2. πονηρός, με σεξουαλικά υπονοούμενα
    ⮡  He’s thinking naughty thoughts.
    Κάνει πονηρές σκέψεις.
    ⮡  He has a naughty intention.
    Έχει πονηρό σκοπό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη obscene
  3. (αρχαϊκό) κακός
    ⮡  the naughty witch - η κακιά μάγισσα