naughty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | naughty |
συγκριτικός | naughtier |
υπερθετικός | naughtiest |
Επίθετο
επεξεργασίαnaughty (en)
- άτακτος, ως προς τη συμπεριφορά
- ⮡ a naughty child - άτακτο παιδί
- ≈ συνώνυμα: bad και disobedient
- πονηρός, με σεξουαλικά υπονοούμενα
- (αρχαϊκό) κακός
- ⮡ the naughty witch - η κακιά μάγισσα