απερίφραστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απερίφραστος < μεσαιωνική ελληνική απερίφραστος < α- + αρχαία ελληνική περιφράζομαι < περί + φράζω
Επίθετο
επεξεργασίααπερίφραστος, -η, -ο
- που λέγεται ξεκάθαρα, χωρίς περιφράσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απερίφραστος