Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπάντων < προ + πάντων, γενική πληθυντικού ουδετέρου γένους του επιθέτου πας, πάσα, παν

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈpa.ndon/

  Επίρρημα επεξεργασία

προπάντων

  • πάνω από όλα
    προπάντων θέλω να σε κρατάω

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία