ἐτυμολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐτυμολογίᾱ | αἱ | ἐτυμολογίαι |
γενική | τῆς | ἐτυμολογίᾱς | τῶν | ἐτυμολογιῶν |
δοτική | τῇ | ἐτυμολογίᾳ | ταῖς | ἐτυμολογίαις |
αιτιατική | τὴν | ἐτυμολογίᾱν | τὰς | ἐτυμολογίᾱς |
κλητική ὦ! | ἐτυμολογίᾱ | ἐτυμολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐτυμολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐτυμολογίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἐτυμολογία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η πραγματική σημασία μιας λέξης, η αρχική