Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐτάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐτάζω

  1. ερευνώ, εξετάζω, δοκιμάζω
  2. υποβάλλω σε δοκιμασία
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Κρατύλοςw, 410d @scaife.perseus
    ἐνιαυτὸς δὲ καὶ ἔτος κινδυνεύει ἕν τι εἶναι. τὸ γὰρ τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα ἐν μέρει ἕκαστον προάγον εἰς φῶς καὶ αὐτὸ ἐν αὑτῷ ἐξετάζον, τοῦτο, ὥσπερ ἐν τοῖς πρόσθεν τὸ τοῦ Διὸς ὄνομα δίχα διῃρημένον οἱ μὲν Ζῆνα, οἱ δὲ Δία ἐκάλουν, οὕτω καὶ ἐνταῦθα οἱ μὲν ἐνιαυτόν, ὅτι ἐν ἑαυτῷ, οἱ δὲ ἔτος, ὅτι ἐτάζει·
    ※  3ος/2ος αιώνας πκε Παλαιά Διαθήκη,Γένεσις, κεφ. 12.17, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    καὶ ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ περὶ Σόρας τῆς γυναικὸς

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία