κλεισώρεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλεισώρεια < μεσαιωνική ελληνική κλεισώρεια[1] [2] (< κλεισούρα Με παρετυμολόγηση από τη λέξη κλείνω. < υστερολατινική clausura < λατινική clausus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος claudo < πρωτοϊταλική *klaudō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂u-: κλειδί, γάντζος, καρφί) + -ώρεια (< αρχαία ελληνική ὄρος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kliˈso.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐σώ‐ρει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλεισώρεια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ κλεισώρεια - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)