Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντερβένι τα ντερβένια
      γενική του ντερβενιού των ντερβενιών
    αιτιατική το ντερβένι τα ντερβένια
     κλητική ντερβένι ντερβένια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντερβένι < (άμεσο δάνειο) τουρκική derbent + με αποβολή του [t][1] < περσική دربند (darband)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντερβένι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία